Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

υψώνω τη σημαία 2) (

  • 1 поднять

    поднять 1) σηκώνω, υψώνω· \поднять бокал υψώνω το ποτήρι· \поднять руку σηκώνω το χέρι· \поднять занавес ανοίγω την αυλαία· \поднять флаг υψώνω τη σημαία 2) (повысить) υψώνω, ανεβάζω· \поднять цены υψώνω τις τιμές ◇ \поднять шум κάνω θόρυβο (или φασαρία)· \поднять вопрос βάλλω (или θέτω) ζήτημα· \поднять восстание επαναστατώ, κάνω επανάσταση \подняться 1) (встать ) σηκώνομαι 2) (наверх ) ανεβαίνω 3) (повыситься) αυξάνω, αναβαίνω· у него поднялась температура ανέβηκε η θερμοκρασία του
    * * *
    1) σηκώνω, υψώνω

    подня́ть бока́л — υψώνω το ποτήρι

    подня́тьру́ку — σηκώνω το χέρι

    подня́ть за́навес — ανοίγω την αυλαία

    подня́ть флаг — υψώνω τη σημαία

    2) ( повысить) υψώνω, ανεβάζω

    подня́ть це́ны — υψώνω τις τιμές

    ••

    подня́ть шум — κάνω θόρυβο ( или φασαρία)

    подня́ть вопро́с — βάλλω ( или θέτω) ζήτημα

    подня́ть восста́ние — επαναστατώ, κάνω επανάσταση

    Русско-греческий словарь > поднять

  • 2 флаг

    α.
    σημαία, παντιέρα, το λάβαρο•

    государственный флаг η κρατική σημαία•

    поднимать флаг υψώνω τη σημαία•

    спустить флаг κατεβάζω τη σημαία•

    припустить флаг υποστέλλω τη σημαία•

    выкинуть белый флаг σηκώνω άσπρη σημαία•

    парламентарский флаг σημαία διαπραγματεύσεων•

    бело-голубой греческий флаг η γαλανόλευκη ελληνική σημαία•

    красный флаг κόκκινη σημαία.• зелёный флаг πράσινη σημαία•

    украшать -ами σημαιοστολίζω.

    εκφρ.
    держать (свой) флаг – (για πλοίαρχο) υπηρετώ στο καράβι•
    остаться за -ом – α) μένω,πίσω από το τέρμα (στην ιπποδρομία), β) μτφ. υστερώ, υπολείπομαι (από τους άλλους)•
    под -ом марксизма-ленинизма – κάτω από τη σημαία του μαρξισμού-λενινισμού (με γνώμονα το μαρξισμό-λενινισμό).

    Большой русско-греческий словарь > флаг

  • 3 знамя

    -мени, πλθ. знамна
    -мн ουδ.
    1. σημαία, μπαϊράκι, μπαντιέρα, φλάμπουρο, λάβαρο•

    красное знамя κόκκινη σημαία•

    голубоблое, знамя γαλανόλευκη σημαία•

    переходящее знамя η επαμειβόμενη σημαία•

    боевое знамя το φλάμπουρο•

    с развевающимися -нами με ξεδιπλωμένες τις, σημαίες•

    полковое знамя η σημαία του συντάγματος•

    водрузить знамя στήνω τη σημαία•

    поднять знамя восстания υψώνω τη σημαία της εξέγερσης• σηκώνω μπαϊράκι•

    призывать под -на καλώ κάτω από τις σημαίες.

    2. μτφ. καθοδηγητική ιδέα•

    под -ем κάτω-από τη σημαία (υπο την καθοδήγηση).

    εκφρ.
    высоко держать знамя – (κυρλξ. κ. μτφ.) κρατώ ψηλά τη σημαία•
    стать (или встать) под знамя – μιταίνω κάτω από τη σημαία (μετέχω στον αγώνα).

    Большой русско-греческий словарь > знамя

  • 4 знами

    знам||и
    с ἡ σημαία, τό φλάμπουρο, ἡ παντιέρα:
    Красное \знами ἡ κόκκινη σημαία· полковое \знами ἡ σημαία τοῦ συντάγματος· поднять \знами борьбы ὑψώνω τήν σημαία τής πάλης· под \знамиенем... κάτω ἀπό τή σημαία...

    Русско-новогреческий словарь > знами

  • 5 флаг

    флаг
    м ἡ σημαία, ἡ παντιέρα:
    поднимать \флаг ὑψώνω τή σημαία· спускать \флаг ὑποστέλλω τή σημαία· приспустить \флаг (в знак траура) ὑποστέλλω τή σημαία μεσίστιο, βάζω μεσίστιο τή σημαία· украшать \флагами σημαιοστολίζω· под \флагом чего́-л. перен μέ τό πρόσχημα, μέ τή μάσκα.

    Русско-новогреческий словарь > флаг

  • 6 поднимать

    поднима||ть
    несов
    1. (с земли, с полу) σηκώνω, ἀνεγείρω, ἀνασηκώνω·
    2. (кверху) σηκώνω, ὑψώνω, ἀνεβάζω, ἀνυ-ψῶ; \поднимать ру́ку σηκώνω τό χέρι μου· \поднимать гла-за на кого-л. ρίχνω τό βλέμμα μου σέ κάποιον· \поднимать воротник σηκώνω τόν γιακά μου· \поднимать занавес театр. ἀνοίγω τήν αὐλαία θεάτρου· \поднимать флаг ὑψώνω τήν σημαία· \поднимать якорь σηκώνω τήν ἄγκυρα· \поднимать паруса мор. σηκώνω πανιά·
    3. (повышать, увеличивать) ἀνεβάζω, ὑψώνω, ἀνυψῶ:
    \поднимать цены ὑψώνω τίς τιμές· \поднимать хозяйство ἀνορθώνω τήν οἰκονομϊα· \поднимать производительность труда ἀνεβάζω τήν παραγωγικότητα τής δουλείας· ◊ \поднимать вопрос ἐγείρω ζήτημα· \поднимать восстание κάνω ἐπανάσταση, σηκώνω ἐπανάσταση· \поднимать тревогу χτυπώ συναγερμό· \поднимать всех на ноги σηκώνω ὀλους στό ποδάρί \поднимать крик βάζω τίς φωνές· \поднимать шум θορυβώ, κάνω θόρυβο· \поднимать пыль σηκώνω σκόνη· \поднимать» дух ἀνεβάζω τό ήθικό· \поднимать ру́ку на кого́-л. σηκώνω χέρι ἐνάντια σέ κάποιον \поднимать кого́-л. на смех κάνω κάποιον περίγελο, γελοιοποιώ· \поднимать ору́жие против кого́-л. σηκώνω (или παίρνω) τά ὀπλα ἐναντίον κάποιου, ἐπαναστατώ· \поднимать голос в защиту кого-л. συνηγορώ γιά κάποιον ·\поднимать целину́ с.-х. ξεχερσώνω, ἐκ-χερσῶ· \поднимать петли и а чулках πιάνω τόν πόντο κάλτσας.

    Русско-новогреческий словарь > поднимать

  • 7 вывешивать

    вывешивать
    несов (вешать) ἀναρτώ, κρεμώ, κρεμνώ/ τοιχοκολλώ (приказ, объявление и т. п.):
    \вывешивать флаг ὑψώνω τή σημαία.

    Русско-новогреческий словарь > вывешивать

  • 8 флаг

    флаг м η σημαία· государственный \флаг η σημαία του Έθνους* поднять (спустить) \флаг υψώνω (υποστέλλω) τη σημαία
    * * *
    м
    η σημαία

    госуда́рственный флаг — η σημαία του Έθνους

    подня́ть (спусти́ть) флаг — υψώνω (υποστέλλω) τη σημαία

    Русско-греческий словарь > флаг

  • 9 поднять

    -ниму, -нимешь κ. подыму, подымешь, παρλθ. χρ. поднял
    -ла, -ло, παθ.. μτχ. παρλθ. χρ. поднятый, βρ: -нят, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. σηκώνω, παίρνω από κάτω, αίρω•

    поднять ребёнок с полу σηκώνω το παιδάκι από το πάτωμα•

    поднять упавший платок σηκώνω το μαντήλι που έπεσε•

    опять поднять ξανασηκώνω.

    2. μτφ. είμαι σε θέση, αντέχω•

    я не могу поднять этот труд δεν σηκώνω αυτή τη δουλειά.

    || μτφ. ανασκαλίζω, ερευνώ, ψάχνω•

    поднять архив ανασκαλίζω το αρχείο.

    3. ανεβάζω•

    поднять ящик на чердак ανεβάζω το κΑ-βώτιο στη σοφίτα.

    || υψώνω•

    поднять русу σηκώνω το χέρι•

    поднять голову σηκώνω το κεφάλι.

    || ανυψώνω•

    поднять занавес σηκώνω την αυλαία.

    4. γιατρεύω, θεραπεύω, σηκώνω.
    5. εξεγείρω, ξεσηκώνω•

    народ ξεσηκώνω το λαό.

    || ξυπνώ, σηκώνω από τον ύπνο, από το κρεβάτι.
    (κυνηγ.) διώχνω από την κρύπτη, το λόζιο•

    собака -ла зайца и погнала его το σκυλί σήκωσε το λαγό και τον κυνήγησε.

    || κάνω να ανεβεί, να υψωθεί•

    поднять пыль σηκώνω σκόνη.

    || μτφ. διεγείρω, ερεθίζω, προκαλώ (αισθήματα, σκέψεις κ.τ.τ.).
    6. ξεσηκώνω•

    поднять восстание ξεσηκώνω επανάσταση•

    -шум ξεσηκώνω θόρυβο•

    поднять возню ξεσηκώνω ταραχή•

    поднять крик βγάζω κραυγή•

    поднять хохот ανακαγ-χάζω.

    || ανακινώ•

    поднять дело против кого-л. ανακινώ ζήτημα κατά κάποιου.

    7. υψώνω, ανεβάζω•

    поднять насыппь υψώνω το ανάχωμα.

    || μτφ. εξυψώνω•

    поднять в глазах общества εξυψώνω στα μάτιατης κοινωνίας (του κοινού).

    8. (μουσ.) υψώνω•

    поднять голос αναβάζω τη φωνή•

    поднять скрипку σηκώνω,το βιολί (κουρδίζω ψηλότερα)•

    поднять струну σηκώνω (τεντώνω) τη χορδή.

    9. μεγαλώνω, αυξαίνω•

    поднять давление пара ανεβάζω την πίεση του ατμού•

    поднять цены υψώνω τις τιμές.

    || μτφ. ανεβάζω•

    поднять дух ξεσηκώνω το ηθικό.

    10. ανορθώνω καλυτερεύω•

    поднять хозяйство ανορθώνω το νοικοκυριό.

    11. οργώνω χέρσα γη, ξεχερσώνω.
    12. ξεχωρίζω, κάνω κάτι να διακρίνεται καθαρότερα•

    поднять карту ξεχωρίζω στο χάρτη (με χρώμα).

    εκφρ.
    поднять глаза, взор – σηκώνω τα μάτια, υψώνω το βλέμμα•
    поднять голову – σηκώνω κεφάλι (αυθαδιάζω, παραθαρεύω)•
    поднять голос – υψώνω τη φωνή (-εναντιώνομαι)•
    поднять голос протеста – υψώνω φωνή διαμαρτυρίας•
    поднять меч ή оружие – αρχίζω ή ξεκινώ πρώτος τον πόλεμο, τη διένεξη άρχομαι χειρών αδίκων•
    - пары – σηκώνω ατμούς•
    перчатку – σηκώνω το γάντι (δέχομαι την πρόκληση για μονομαχία)•
    поднять петли – πιάνω τις (βγαλμένες) θηλειές (πλεκτού)•
    поднять шерст – ορθώνω τις τρίχες•
    поднять на воздух – τινάζω στον αέρα•
    поднять на смех кого – γελοιοποιώ κάποιον.
    1. ανεβαίνω, ανέρχομαι υψώνομαι, σηκώνομαι•

    поднять на крышу ανεβαίνω στη στέγη•

    поднять на гору ανεβαίνω στο βουνό•

    флаг -лся η σημαία υψώθηκε•

    рука -ла.сь το χέρι υψώθηκε.

    || αναπλέω.
    2. ανατέλλω, προβάλλω, βγαίνω•

    -лся месяц βγήκε το φεγγάρι.

    3. ανορθώνομαι, σηκώνομαι ορθός. || (για άρρωστο) θεραπεύομαι, σηκώνομαι. || μεγαλώνω, ωριμάζω, γίνομαι ενήλικος. || μτφ. ξανασηκώνομαι, ανορθώνομαι, αναλαβαίνω, ξαναστέκω στα πόδια (οικονομικά κ.τ.τ.).
    4. εγείρομαι•

    поднять с места σηκώνομαι από τη θέση.

    || φεύγω, αναχωρώ, πηγαίνω•

    поднять в сибирь φεύγω για τη Σιβηρία.

    || ξυπνώ σηκώνομαι (από τον ύπνο, το κρεβάτι). || πετώ προς τα πάνω, ανίπταμαι. || ξεσηκώνομαι, εξεγείρομαι•

    народ -лся против тирании ο λαός ξεσηκώθηκε κατά της τυραννίας•

    поднять на защиту родины ξεσηκώνομαι για υπεράσπιση της πατρίδας.

    5. μτφ. αναφύομαι, ξεπροβάλλω, προκύπτω, γεννιέμαι, εμφανίζομαι•

    -лся вопрос προέκυψε ζήτημα.

    6. φουσκώνω (για ζυμάρι κ.τ.τ.).
    7. (μουσ.) υψώνομαι, σηκώνομαι, δυναμώνω.
    8. ανεβαίνω, ανέρχομαι•

    температура -лась η θερμοκρασία ανέβηκε•

    цены на товары -лись οι τιμές στα εμπορεύματα ανέβηκαν.

    || μτφ. καλυτερεύω, επανέρχομαι, επανακτώμαι•

    настроение -лось η διάθεση επανήλθε.

    || ταχτοποιούμαι κλπ. р; ενεργ, φ.

    Большой русско-греческий словарь > поднять

  • 10 водружать

    водружать
    несов, водрузить сов ὑψώνω, ἀνυψῶ, στήνω:
    \водружать знамя ὑψώνω σημαία.

    Русско-новогреческий словарь > водружать

  • 11 флаг

    η σημαία
    спускать - υποστέλλω τη -, κατεβάζω τη -
    сигнальный - σημάτων/σηματοδότησης

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > флаг

  • 12 вздёрнуть

    -ну, -нешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. -тый, βρ: -ут, -а, -о ρ.σ.μ.
    1. τραβώ, τεντώνω προς τα πάνω, ανατείνω, ανασηκώνω, υψώνω•

    -ли флаг ύψωσαν τη σημαία•

    он высоко -ул голову αυτός ψηλά σήκωσε το κεφάλι.

    2. (απλ.) απαγχονίζω, κρεμώ.
    εκφρ.
    вздёрнуть нос – σηκώνω ψηλά τη μύτη (το παίρνω,επάνω μου, περηφανεύομαι)•
    вздёрнуть плечами – σηκώνω τους ώμους (διστάζω, αμφιβάλλω).
    ανασηκώνομαι, «νυψώνομαι, ανατείνομαι.

    Большой русско-греческий словарь > вздёрнуть

  • 13 выкинуть

    ρ.σ.μ.
    1. βλ. выкидать.
    2. βγάζω, κινώ προς τα μπρος, προβάλλω.
    (ναυτ.) σηκώνω, υψώνω•

    -ли красный флаг о помощи σήκωσαν κόκκινη σημαία για βοήθεια.

    3. αναδίδω, βγάζω, πετώ, ρίχνω (φύτρα, βλαστούς κ.τ.τ.) εκφύω.
    4. (απλ.) αποβάλλω, κάνω αποβολή, το ρίχνω.
    5. βγάζω για πούλημα•

    выкинуть товар на рынок ρίχνω εμπόρευμα στην αγορά.

    6. χαριεντολογώ, καλαμπουρίζω, αστειολογώ.
    εκφρ.
    выкинуть из головы, из сердца, памяти – βγάζω από το κεφάλι., την καρδιά τη μνήμη (ξεχνώ, λησμονώ).
    (απλ.) ρίχνομαι, πετάγομαι, πηδώ έξω•

    сумашедший -лся из окна ο τρελλός ρίχτηκε από το παραθύρι.

    || ξεπετιέμαι•

    -лся столб дыма ξεπετάχτηκε στήλη καπνού.

    || (απρόσ.) λαχαίνω, πέφτει ο κλήρος, ο λαχνός.

    Большой русско-греческий словарь > выкинуть

См. также в других словарях:

  • υψώνω — ὑψῶ, όω, ΝΜΑ [ύψος] 1. σηκώνω ψηλά, εγείρω, ανεβάζω 2. μτφ. εξαίρω, εξυμνώ, επαινώ («ὅστις δὲ ὑψώσει ἑαυτὸν ταπεινωθήσεται», ΚΔ) νεοελλ. 1. φρ. α) «υψώνω φωνή» διαμαρτύρομαι έντονα β) «υψώνω την φωνή» μιλώ πιο δυνατά γ) «υψώνω την σημαία τής… …   Dictionary of Greek

  • σηκώνω — ΝΜ 1. υψώνω, μετακινώ από κάτω προς τα πάνω (α. «είχε πέσει κάτω και τό σήκωσα» β. «σηκώνω τὸ πινάκιν μου καὶ βλέπω τὸ σκουτέλιν», Θ. Πρόδρ.) νεοελλ. 1. καλώ ή αναγκάζω κάποιον καθιστό να αφήσει τη θέση του και να σταθεί όρθιος («τόν σήκωσα από… …   Dictionary of Greek

  • σημαιοστολίζω — Ν 1. αναρτώ σημαίες σε χώρο ή σε κτήριο για τον εορτασμό χαρμόσυνου γεγονότος 2. ναυτ. υψώνω τον μικρό ή τον μεγάλο σημαιοστολισμό 3. μτφ. στολίζω, διακοσμώ 4. (η μτχ. παθ. παρακμ.) σημαιοστολισμένος, η, ο α) στολισμένος με σημαίες β) ειρων.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»